Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

του γεύματος

  • 1 обеденный

    обеденный του γεύματος, του φαγητού; μεσημεριανός, μεσημεριάτικος (полуденный)' \обеденный перерыв το διάλειμμα του φαγητού
    * * *
    του γεύματος, του φαγητού; μεσημεριανός, μεσημεριάτικος ( полуденный)

    обе́денный переры́в — το διάλειμμα του φαγητού

    Русско-греческий словарь > обеденный

  • 2 обеденный

    обед||енный
    прил τοῦ γεύματος:
    \обеденныйенный стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенный перерыв τό διάλειμμα τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенное время τό μεσημέρι, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος.

    Русско-новогреческий словарь > обеденный

  • 3 дообеденный

    επ. ο πρίν του γεύματος•

    -ая прогулка ο πρίν του γεύματος περίπατος.

    Большой русско-греческий словарь > дообеденный

  • 4 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 5 трапезный

    επ.
    1. του τραπεζιού, του γεύματος, του φαγητού•

    трапезный час ώρα φαγητού•

    трапезный зал τραπεζαρία.

    2. ουσ. трапезныйая θ. η τραπεζαρία.

    Большой русско-греческий словарь > трапезный

  • 6 сервиз

    сервиз
    м τό σερβίτσιο:
    столовый \сервиз τό σερβίτσιο τοῦ γεύματος· чайный \сервиз τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιού.

    Русско-новогреческий словарь > сервиз

  • 7 обеденный

    επ.
    του γεύματος, του φαγητού•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    обеденный перерыв διάλειμμα φαγητού•

    -ое время το γιόμα, ώρα φαγητού.

    Большой русско-греческий словарь > обеденный

  • 8 сервиз

    α.
    το σερβίτσιο•

    столовый σερβίτσιο του γεύματος•

    чайный сервиз σερβίτσιο του τσαγιού.

    Большой русско-греческий словарь > сервиз

  • 9 обед

    обед
    м
    1. τό γεύμα, τό <ραγητό[ν]:
    званый \обед τό ἐπίσημο[ν] γεῦμα· давать \обед παραθέτω γεϋμα, κάνω τραπέζι· готовить \обед μαγειρεύω·
    2. (обеденное время) τό γιόμα, τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος:
    до \обеда πρίν τό γεῦμα, πρίν τό μεσημέρι· цосле \обеда μετά τό γεϋμα, τό ἀπόγευμα.

    Русско-новогреческий словарь > обед

  • 10 обеденный

    [αμπιέντιννυϊ] εκ. του γεύματος

    Русско-греческий новый словарь > обеденный

  • 11 обеденный

    [αμπιέντιννυϊ] επ του γεύματος

    Русско-эллинский словарь > обеденный

  • 12 предобеденный

    επ.
    προμεσημβρινός, προ του γεύματος.

    Большой русско-греческий словарь > предобеденный

См. также в других словарях:

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Φινεύς — Μάντης και μυθικός βασιλιάς της Σαλμηδυσσού της Θράκης. Ήταν γιος του Aγήνορα, ή του γιου του Αγήνορα Φοίνικα, ή του ίδιου του Ποσειδώνα, και ο Ζευς τον τύφλωσε επειδή, χρησιμοποιώντας τη μαντική δύναμη που του έδωσε ο Απόλλων, αποκάλυπτε τις… …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδια — Τάξη υδροζώων· θαλάσσιοι οργανισμοί με ασκοειδές μαλακό σώμα. Έχουν μία μόνο οπή, στο πάνω μέρος του σώματός τους, που περιβάλλεται από στεφάνη με πλοκάμια, τα οποία καθώς κινούνται προκαλούν μικρές δίνες και παρασύρουν έτσι προς το στόμα των α.… …   Dictionary of Greek

  • λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… …   Dictionary of Greek

  • προγεύομαι — ΝΜΑ 1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως 2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῡ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.) νεοελλ. γευματίζω («ο προγεμένος τού νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»